Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυρίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυρίζω [mirízo] -ομαι στη σημ. 3 Ρ2.1 : 1. οσφραίνομαι. α. αντιλαμβάνομαι μια οσμή: Δεν μπορώ να μυρίσω από το πολύ συνάχι. β. μυρίζω κτ. έχοντάς το κοντά στη μύτη μου: ~ ένα λουλούδι. Ο σκύλος μυρίζει το χώμα ψάχνοντας τα ίχνη του θηράματος. ΦΡ ~ τα νύχια / τα δάχτυλά μου, αδυνατώ να μαντέψω κτ. λόγω ελλείψεως των αναγκαίων στοιχείων: Πώς να το ξέρω, τα δάχτυλά μου ήθελες να μυρίσω; 2α. αναδίδω μια ευχάριστη οσμή· ευω διάζω, μοσχοβολώ: Tα λουλούδια μυρίζουν ωραία. Mυρίζουν οι ανθισμέ νες λεμονιές. Tα ψάρια / τα μύδια είναι φρεσκότατα· μυρίζουν θάλασσα. ΦΡ τα λεφτά* δε μυρίζουν. || δημιουργείται η εντύπωση ή η υποψία ότι υπάρχει ή αρχίζει να υπάρχει κτ.: Mυρίζει κομπίνα. Mυρίζει άνοιξη. (έκφρ.) μυρίζει λιβάνι*. ΦΡ μυρίζει μπαρούτι*. ΠAΡ Πέρσι κάηκε, φέτος μύρισε, για γεγονός που πολύ αργά έγινε αντιληπτό. Ο Φλεβάρης* κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει. β. αναδίδω μια δυσάρεστη οσμή· βρομάω: Mυρίζει ο βόθρος. Mυρίζουν τα πόδια / οι μασχάλες / τα χνότα κάποιου. || (λό γω αποσύνθεσης): Mύρισε το κρέας / το τυρί. Mύρισαν τα ψάρια, γιατί δεν τα είχα βάλει στο ψυγείο. γ. (στο γ' πρόσ.) υπάρχει μια οσμή: Άνοιξε το παράθυρο, γιατί μυρίζει άσχημα εδώ μέσα. ΦΡ ο ένας της βρομάει*, ο άλλος της μυρίζει ή η μία του βρομάει*, η άλλη του μυρίζει. 3. (παθ.) αντιλαμβάνομαι κπ. ή κτ., συνήθ. κρυφό ή μυστικό: α. με την όσφρηση: Ο σκύλος μυρίστηκε λαγό. H γάτα μυρίστηκε ποντίκι. β. (μτφ.) με οποιονδήποτε άλλον τρόπο: Ο κλέφτης μπήκε στο σπίτι χωρίς να τον μυριστούν. Aν σε μυριστούν, χάθηκες. || υποψιάζομαι: Δεν το ήξερα αλλά το μυριζόμουν. Mυρίζομαι λεφτά σ΄ αυτήν την υπόθεση / ένα σκάνδαλο.

[μσν. μυρίζω (στις νέες σημ.) < αρχ. μυρίζω `αλείφω με μύρο΄]

[Λεξικό Κριαρά]
μυρίζω· μέσ. μερίζομαι.
  • I. Ενεργ.
    • Ά Μτβ.
      • 1)
        • α) Αλείφω ή τρίβω κάπ. με μύρο ή άλλες αρωματικές ουσίες:
          • (Διγ. O 1194
          • (με σύστ. αντικ.):
            • (Χρον. βασιλέων 1198
        •  
          • β1) (προκ. για νεκρό πριν από την ταφή):
            • Ταφιασταί μυρίσαντες 'Λεξάνδρου το κορμάκι και μέσα το εβάλασι εις το χρυσό λαρνάκι (Αλεξ. 2927
          • β2) (προκ. για το σώμα του Χριστού):
            • Αυτή το μύρον έβαλεν … εις το εδικόν μου … το κορμίν, ως διά να το μυρίσει (Ντελλαπ., Στ. θρην. 45).
      • 2) (Μεταφ.) δίνω χαρά, ανακουφίζω:
        • όντα κοιτάξω Κρητικό … στολίζει την καημένη μου καρδιά και τη μυρίζει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 57220).
      • 3) Κάνω κάπ. ή κ. να ευωδιάζει, ραίνω κ. με άρωμα:
        • οικέτιδες … τον αέρα μυρίζουσαι οσμαίς θυμιαμάτων (Διγ. Gr. 1798).
      • 4)
        • α) Αναδίδω κάπ. οσμή· έχω κάπ. άρωμα, ευωδιάζω από κ.:
          • τον μόσχον και τον ξυλαλάν μυρίζει η ελικιά σου (Ερωτοπ. 223
          • (με σύστ. αντικ.):
            • εμύριζαν (ενν. τα άνθη) … εύμορφην μυρωδίαν (Διγ. Άνδρ. 40019
        • β) αποπνέω, αναδίδω· (μεταφ.) κάνω έκδηλα φανερή μια ιδιότητά μου:
          • πόθο και ερωτιά μυρίζεις (Πιστ. βοσκ. II 2, 172
        • γ) (μεταφ.) κάνω φανερό, πιστοποιώ, αποδεικνύω:
          • τα λόγια σου πολλή αρχοντιά μυρίζου (Ερωτόκρ. Β́ 1686).
      • 5) Οσφραίνομαι· απολαμβάνω την ευωδιά ενός πράγματος:
        • Το λασμαρίν τους άρρωστους μυρίζοντα βουθά τους (Κυπρ. ερωτ. 1155
        • φέρνει (ενν. η φινίτσα μου) από τα λούλουδα του κόσμου και μυρίζει (Τζάνε, Φιλον. 58323).
    • Aμτβ.
      • 1) (Προκ. για άγιο) αναβλύζω μύρο:
        • (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 436).
      • 2)
        •  
          • α1) Αναδίδω οσμή:
            • από την πτωχειάν τα ρούχα των μυρίζουν (Γεωργηλ., Θαν. 444 (έκδ. μοιρίζουν· διόρθ. Papadimitriou)·)>
  • (εδώ σε μεταφ.):
    • ως κοδιμέντα δέξου τους (ενν. τους στίχους), ποσώς αν ου μυρίζουν (Προδρ. I 13
    • α2) (προκ. για το χώμα) αναδίδω τη χαρακτηριστική μυρωδιά μετά τη βροχή:
      • απάρτι εμύρισεν η γης να σκεπαρνομαλίζουν (ενν. οι γεωργοί) (Ημερολ. 382
  • β) αναδίδω ευχάριστη μυρωδιά, ευωδιάζω:
    • εκ των αρωμάτων τε μυρίζει η εκκλησία (Φυσιολ. (Legr.) 769
    • οι αρχόντισσες … ως από μόσχου … να μυρίζουν (Απόκοπ. 120
  • γ) αναδίδω δυσάρεστη μυρωδιά, βρομώ:
    • κορμιά ανοιμένα … εμυρίζαν (Τζάνε Εμμ., Μοιρολ. 13817).
  • 3)
    • α) (Μεταφ. και σε μεταφ.) γίνομαι αντιληπτός:
      • όλα του τα καμώματα απoμακρά εμυρίζα (Ερωτόκρ. Β́ 506
      • οι ανθοί της αρχοντιάς απoμακρά μυρίζου (Ερωτόκρ. Β́ 294
    • β) φανερώνω την προέλευσή μου, την καταγωγή μου:
      • η φύσις σου μυρίζει από βασιλείας άλλης (Πτωχολ. P 299).
  • Γ́ Απρόσ. (πιθ. με γεν. προσώπου) επιθυμώ, μου δημιουργείται η επιθυμία:
    • ο καιρός το δίδει, σότα μυρίζει, το γλυκύ να φάγομεν τ’ απίδι (Φαλιέρ., Ιστ. 700).
  • IΙ. Μέσ.
    • Ά (Αμτβ.) έχω την αίσθηση της όσφρησης:
      • είδωλα … ος δεν εβλέπουν … και δεν μυρίζουνται (Πεντ. Δευτ. IV 28).
    • Β́ Μτβ.
      • 1) (Με σύστ. αντικ.) αλείφομαι με μύρο:
        • (Άσμα πολ. 360).
      • 2)
        • α) Μυρίζω κ., αισθάνομαι τη μυρωδιά που αναδίδει κ.:
          • θυμίαμα μυρίζομαι (Αιτωλ., Μύθ. 504
          • (με σύστ. αντικ.):
            • εμυρίστην τη μυρωδιά των ρούχων του (Πεντ. Γέν. XXVII 27
        • β) οσφραίνομαι, απολαμβάνω την ευωδιά ενός πράγματος:
          • (Προδρ. IV 302
          • αν εύρω τσίπορον στην γην, σκύφτω μερίζομαί το (Κρασοπ. L 54
          • Ρόδα … να μυρίζεσαι (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 3150
          • (σε μεταφ.):
            • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1357
        • γ) (προκ. για το Θεό) αναγνωρίζω· αποδέχομαι, ικανοποιούμαι με κ.:
          • την ταπείνωσήν μου την εμυρίσθηκεν ο Θεός και του άρεσεν (Ροδινός 116).
    • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
      • 1) Που έχει οσμή χαρακτηριστική:
        • Βάνει (ενν. ο Ιακώβ) τα ρούχα του Ησαύ, απού 'σα μυρισμένα (Χούμνου, Κοσμογ. 1381).
      • 2)
        • α) Ευωδιαστός, μυρωδάτος:
          • αθθοί μου μυρισμένοι (Κυπρ. ερωτ. 11210
          • στόμα μου μυρισμένο (Πανώρ. Β́ 195
        • β) (μεταφ. και σε μεταφ.):
          • του Αβραάμ τους μυρισμένους κόλπους (Τζάνε, Κατάν. 283
          • στο λιβάδι τσ’ αρετής είν’ μυρισμένοι κρίνοι (Λίμπον. 144
        • γ) (σε προσφών. αγαπητού προσώπου με τα ουσ. φως, μήλον, ρόδο, κλπ.):
          • (Διγ. Gr. 3123), (Διγ. Z 2878), (Διγ. O 1755).
      • 3) Αρωματικός:
        • πράγματα μυρισμένα, λιβάνι, μύρα, αρώματα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [399]).

    [αρχ. μυρίζω. Η λ. και σήμ.]

    < Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες