Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυλόπετρα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυλόπετρα η [milópetra] Ο27α : καθεμιά από τις δύο κυλινδρικές πλάκες που χρησιμοποιούσαν στο μύλο για το άλεσμα των σιτηρών: Πέτρινη / μεταλλική ~.

[μύλ(ος) -ο- + πέτρα]

[Λεξικό Κριαρά]
μυλόπετρα η.
  • Μυλόπετρα:
    • (Πορτολ. Α 952).

[<ουσ. μύλος + πέτρα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες