Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυλωνάς ο [milonás] Ο1 θηλ. μυλωνού [milonú] Ο37 : αυτός, συνήθ. ιδιοκτήτης, που δουλεύει στο μύλο. ΠAΡ Θεωρία* επισκόπου και καρδία μυλωνά. || (θηλ.) και η σύζυγος του μυλωνά.
[μσν. μυλωνάς < αρχ. μυλών `μύλος΄ -άς· μυλων(άς) -ού]
[Λεξικό Κριαρά]
- μυλωνάς ο.
-
- α) Μυλωνάς:
- (Προδρ. IV 312), (Κρασοπ. AO 9)·
- β) (σε μεταφ.):
- ο κόσμος μύλος έναι … και άνωθεν έναι ο μυλωνάς, ο Θεός (Πικατ. 346).
[<ουσ. μύλων + κατάλ. ‑άς. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- α) Μυλωνάς: