Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυλαύλακο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυλαύλακο το [milávlako] Ο41 : το αυλάκι που έφερνε το νερό στο νερόμυλο.

[λόγ. μύλ(ος) + αυλάκ(ι) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες