Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυκώμαι [mikóme] Ρ11 (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) μουγκρίζω, συνήθ. για βοοειδή.
[λόγ. < αρχ. μυκῶμαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- μυκώμαι.
-
- Μουγκρίζω, μουκανίζω· (σε παρομοίωση):
- Ο βασιλεύς … ως βους γαρ εμυκήσατο (Γεωργηλ., Βελ. Λ 89)·
- (προκ. για αρκούδα):
- (Διγ. Gr. 1074).
[αρχ. μυκάομαι. Βλ. και μουγκούμαι. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Μουγκρίζω, μουκανίζω· (σε παρομοίωση):