Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυθομανής -ής -ές [miθomanís] Ε10 : (για πρόσ.) που έχει την παθολογική τάση να λέει ψέματα.
[λόγ. < γαλλ. mythomane < mythomanie = μυθομαν(ία) -ής]