Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυθολογικός -ή -ό [miθolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στη μυθολογία: Οι μυθολογικοί θησαυροί κάθε λαού. Mυθολογική και ιστορική άποψη για τον τρωικό πόλεμο.
[λόγ. < γαλλ. mythologique < λατ. mythologicus < αρχ. μυθολογικός `ικανός να συνθέτει μύθους΄]