Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυθιστορηματικός -ή -ό [miθistorimatikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται σε μυθιστόρημα: Mυθιστορηματικό πρόσωπο. 2. που έχει τα χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος, που μοιάζει με μυθιστόρημα: Δραπέτευσαν κάτω από μυθιστορηματικές συνθήκες.
[λόγ. μυθιστορηματ- (μυθιστόρημα) -ικός]