Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυζήθρα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυζήθρα η [mizíθra] & μυτζήθρα η [midzíθra] Ο25 : είδος μαλακού τυριού που γίνεται κυρίως από τυρόγαλο: Φρέσκη / μαλακή ~. Aνάλατη ~. Σκληρή και αρμυρή ~ για τα μακαρόνια.

[μσν. μυζήθρα < *ζυμήθρα με αντιμετάθ. των δύο πρώτων συμφ. < ζύμ(η) -ήθρα· [z > dz] για ισχυροπ. της άρθρ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μυζήθρα η.
  • Τυροκομικό προϊόν που προκύπτει μετά την πήξη και παραλαβή του τυριού, μυζήθρα:
    • (Στάθ. Β́ 135
    • θωρείς τον κόρφον και απάνω του στέκει το κάστρον ωσάν μυζήθρα (Πορτολ. Α 1011).

[πιθ. <ουσ. *ζυμήθρα <ουσ. ζύμη + κατάλ. ‑θρα. Η λ. στο Du Cange (μη‑) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες