Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυγιάγγιχτος -η -ο [mijángixtos] Ε5 : (οικ. για πρόσ.) εύθικτος: Δεν ξέρεις πώς να του φερθείς έτσι ~ που είναι.
[μύγ(α) + αγγικ- (αγγίζω) -τος κατά το μυγιάζομαι, με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]