Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μπότσα η.
-
- ?Εξόγκωμα, προεξοχή σε μια επιφάνεια:
- εις φούντος οργίες ί, μπότσα αρενάλι (Πορτολ. Α 34531 (χφ μποτ)).
[πιθ. <ιταλ. bozza. Η λ. με διαφορ. προέλ. (<βεν. bozza) και σημασ. (= δοχείο λαδιού ή κρασιού) στο Du Cange (‑τζ‑) και σήμ. ιδιωμ.]
- ?Εξόγκωμα, προεξοχή σε μια επιφάνεια: