Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπότα η [bóta] Ο25α : παπούτσι κλειστό και ψηλό έτσι ώστε να καλύπτει το πόδι συνήθ. ως το γόνατο: Ψηλές / χαμηλές μπότες. Δερμάτινες / λαστιχένιες / πλαστικές μπότες. Aντρικές / γυναικείες / στρατιωτικές μπότες. || Ο ελληνικός λαός επί τέσσερα χρόνια στέναζε κάτω από τη γερμανική ~, ως αναφορά στην Kατοχή.
μποτάκι το YΠΟKΟΡ. [παλ. ιταλ. botta & γαλλ. bott(e) -α]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπότα η· εμπότα.
-
- Είδος υψηλού γυναικείου υποδήματος, μπότα:
- θέλει ρούχα να φορεί, εμπότες … (Σαχλ. Ν 346).
[<βεν. bota - παλαιότ. ιταλ. botta. Τ. αμπ‑ σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]
- Είδος υψηλού γυναικείου υποδήματος, μπότα: