Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπόσικος -η -ο [bósikos] Ε5 : (προφ.) 1. (για πργ.) α. που είναι χαλαρός: Mπόσικο σκοινί / δέσιμο. ~ κόμπος, όχι σφιχτός. β. που δεν είναι αρκετά στέρεος: ~ τοίχος. 2. (για πρόσ.) που είναι υποχωρητικός: Tον βρήκε μπόσικο και τον κατάφερε. 3. (ως ουσ.) τα μπόσικα, τα μαλακά μέρη της κοιλιάς και γενικότερα για ό,τι είναι χαλαρό. ΦΡ κρατάω τα μπόσικα, αδρα νώ ή έχω επιφυλάξεις σχετικά με κτ.
μπόσικα ΕΠIΡΡ. [τουρκ. boş `χαλαρός, απρόσεχτος΄ -ικος]