Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπόμπιρας ο [bóbiras] Ο5 (χωρίς γεν. πληθ.) : 1. (οικ.) για αγόρι, συνήθ. μικρόσωμο και έξυπνο ή σκανταλιάρικο. 2. ο μπάμπουρας.
[μτφ. από το έντομο μπόμπιρας (ηχομιμ.) `είδος χρυσοκάνθαρου΄]