Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπόλια
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπόλια η [bóla] Ο25α : (λαϊκότρ.) 1. το μαντίλι που φορούν οι γυναίκες στο κεφάλι: Άσπρη / χρωματιστή ~. Mεταξωτή ~. 2. το περιτόναιο των σφαγμένων ζώων.

[βεν. imboglia με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο]

[Λεξικό Κριαρά]
μπόλια η· εμπόλια· πόλια.
  • α) Γυναικείο κάλυμμα του κεφαλιού, μαντήλα:
    • μπόλια χρυσοκέντητη (Δεφ., Σωσ. 202
  • β) προκ. για ποδιά (πιθ. από παρανόηση του συγγραφέα):
    • παίρνει (ενν. ο Ιησούς) λέντιον, ήγουν μίαν εμπόλια και ζώνεταί τη (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 264r).

[<βεν. imbolia. Ο τ. εμπστο Βλάχ. Η λ. στο Meursius και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπολιάζω [bolázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. βάζω μέσα στο βλαστό φυτού, ιδίως δέντρου, μπόλι για να αναπτυχθεί και να δημιουργηθεί έτσι καινούριο φυτό: ~ ένα άγριο δέντρο, για να γίνει ήμερο. Kορομηλιά μπολιασμένη με δαμασκηνιά. β. (λαϊκότρ., για πρόσ.) εμβολιάζω. 2. (μτφ.) συνδυάζω κάποιο στοιχείο με κάποιο άλλο, συνήθ. για να βελτιωθεί: H εθνική μας παράδοση μπολιάστηκε με το ευρωπαϊκό πνεύμα.

[μπόλ(ι) -ιάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπόλιασμα το [bólazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μπολιάζω: Ήμερη μηλιά / αχλαδιά / ελιά που προέρχεται από ~ άγριας.

[μπολιασ- (μπολιάζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες