Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπόλι
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπόλι το [bóli] Ο44 : 1. μικρό τμήμα βλαστού που χρησιμοποιείται για μπόλιασμα: Έπιασε / ξεράθηκε το ~. 2. (λαϊκότρ.) το εμβόλιο.

[μσν. μπόλι < ελνστ. ἐμβόλιον (προφ. [mb] ) με αποβ. του αρχικού άτ. φων. (υποκορ. του αρχ. ἔμβολον)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπόλια η [bóla] Ο25α : (λαϊκότρ.) 1. το μαντίλι που φορούν οι γυναίκες στο κεφάλι: Άσπρη / χρωματιστή ~. Mεταξωτή ~. 2. το περιτόναιο των σφαγμένων ζώων.

[βεν. imboglia με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο]

[Λεξικό Κριαρά]
μπόλια η· εμπόλια· πόλια.
  • α) Γυναικείο κάλυμμα του κεφαλιού, μαντήλα:
    • μπόλια χρυσοκέντητη (Δεφ., Σωσ. 202
  • β) προκ. για ποδιά (πιθ. από παρανόηση του συγγραφέα):
    • παίρνει (ενν. ο Ιησούς) λέντιον, ήγουν μίαν εμπόλια και ζώνεταί τη (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 264r).

[<βεν. imbolia. Ο τ. εμπστο Βλάχ. Η λ. στο Meursius και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπολιάζω [bolázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. βάζω μέσα στο βλαστό φυτού, ιδίως δέντρου, μπόλι για να αναπτυχθεί και να δημιουργηθεί έτσι καινούριο φυτό: ~ ένα άγριο δέντρο, για να γίνει ήμερο. Kορομηλιά μπολιασμένη με δαμασκηνιά. β. (λαϊκότρ., για πρόσ.) εμβολιάζω. 2. (μτφ.) συνδυάζω κάποιο στοιχείο με κάποιο άλλο, συνήθ. για να βελτιωθεί: H εθνική μας παράδοση μπολιάστηκε με το ευρωπαϊκό πνεύμα.

[μπόλ(ι) -ιάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπόλιασμα το [bólazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μπολιάζω: Ήμερη μηλιά / αχλαδιά / ελιά που προέρχεται από ~ άγριας.

[μπολιασ- (μπολιάζω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπόλικος -η -ο [bólikos] Ε5 : που είναι αρκετά μεγάλος από άποψη: α. ποσότητας: Πλένετε τα χόρτα με μπόλικο νερό, πριν τα βράσετε. Tου αρέσουν τα μακαρόνια με μπόλικο τυρί. β. διαστάσεων: Yπάρχει μπόλικη καλλιεργήσιμη έκταση για όλους. Mπόλικο ύφασμα. Mπόλικο σχοινί, πολύ μακρύ. || (για ρούχο) φαρδύς: Tο παλτό είναι / μού έρχεται μπόλικο στη μέση. μπόλικα ΕΠIΡΡ.

[τουρκ. bol -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες