Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπόι
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπόι το [bói] Ο45 : (οικ.) 1. το ανάστημα, το ύψος του ανθρώπου: Έταξε στην Παναγία μια λαμπάδα ίσαμε το ~ του. Ρίχνω ~ ή παίρνω ~, ψηλώνω. Είναι κάποιος πρώτο ~, για κπ. που είναι πολύ ψηλός και ειρωνικά για πολύ κοντό. || Δεν ντρέπεσαι το ~ σου;, για κπ. που η σχετικά μεγάλη σωματική του διάπλαση ή η ηλικία του δεν ταιριάζουν με τη συμπεριφορά του: Δεν ντρέπεσαι το ~ σου και φοβάσαι αυτό το μικρό σκυλάκι; 2. (λαϊκότρ.) το μέσο αντρικό ανάστημα ως μέτρο βάθους ή ύψους: Tο ποτάμι έχει δύο μπόγια βάθος.

[τουρκ. boy]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μποϊκοτάζ το [boikotáz] Ο (άκλ.) : 1. άρνηση συμμετοχής ή γενικά αντίδραση σε μία διαδικασία με στόχο τη ματαίωσή της ή την άσκηση πιέσεως σε κπ.: Kάνω / κηρύσσω ~. Aμερικάνικο ~ των Ολυμπιακών αγώνων της Mόσχας. 2. οικονομικός πόλεμος εναντίον ενός ατόμου, μιας εταιρείας ή μιας χώρας με σκοπό συνήθ. την άσκηση πίεσης: ~ ενός οικονομικού αγαθού, άρνηση αγοράς ή διακίνησής του. ~ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Iράκ, διακοπή των οικονομικών σχέσεων.

[λόγ. < γαλλ. boycottage (δες μποϊκοτάρω)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μποϊκοτάρισμα το [boikotárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μποϊκοτάρω.

[μποϊκοταρισ- (μποϊκοτάρω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μποϊκοτάρω [boikotáro] -ομαι Ρ6 : κάνω μποϊκοτάζ: ~ μια συνεδρίαση. Οι κάτοικοι ορισμένων χωριών αποφάσισαν να μποϊκοτάρουν τις εκλογές. Οι Άραβες αντέδρασαν μποϊκοτάροντας το εμπόριο με κάθε χώρα που συνεργάζεται με το Iσραήλ.

[ιταλ. boikottar(e) < γαλλ. boycotter < αγγλ. boycott < ανθρωπων. Boycott (όν. Άγγλου κτηματία)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπόιλερ το [bóiler] Ο (άκλ.) : συσκευή για ζεστό νερό που λειτουργεί συνδεδεμένη στο καλοριφέρ.

[λόγ. < αγγλ. boiler]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες