Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπόγιας
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπόγιας ο [bójas] Ο4 (χωρίς πληθ.) : 1α. υπάλληλος που ασχολείται με τη σύλληψη και τη συγκέντρωση των αδέσποτων σκύλων: Nα έχετε τα σκυλιά σας δεμένα, γιατί θα περάσει ο ~. β. (παρωχ.) ο δήμιος. 2. (μτφ.) για πολύ αυστηρό ή σκληρό άνθρωπο.

[αντδ. < ιταλ. boia `δήμιος΄ < λατ. πληθ. bojae `δερμάτινο κολάρο για βόδια΄ < αρχ. βοεῖαι, πληθ. του βοεία `(λουρίδα από) τομάρι βοδιού΄]

[Λεξικό Κριαρά]
μπόγιας ο.
  • 1) Δήμιος:
    • (Μπερτολδίνος 110).
  • 2) (Συνεκδ. - υβριστ.) άνθρωπος που κάνει κακό· άνθρωπος ελεεινός, άθλιος:
    • α, μπόγια, ιδές εδώ το καλόν σου κάμωμα (αυτ. 35).

[<ιταλ. boia. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες