Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπρούντζος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπρούντζος ο [brúndzos] & μπρούτζος ο [brúdzos] Ο18 : γενική ονομασία για διάφορα κράματα χαλκού κυρίως με κασσίτερο ή με ψευδάργυρο· (πρβ. ορείχαλκος).

[μσν. μπρούντζος < ιταλ. bronzo ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )· αποβ. του ριν. ανάμεσα σε φων. και άλλο σύμφ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μπρούντζος ο.
  • Ορείχαλκος, μπρούντζος:
    • (Διήγ. πανωφ. 58).

[<ιταλ. bronzo. Η λ. στο Meursius (‑ον) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες