Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μπρούντζινος, επίθ.· μπρόντζινος· μπρούζινος· μπρούτζινος· προύζινος· προύντζινος· προύτζινος.
-
- Κατασκευασμένος από μπρούντζο:
- λουμπάρδες … μπρούντζινες (Γαδ. διήγ. 483)·
- πόρτες γλυπτές προύτζινες (Προσκυν. Ολυμπ. 177 9214).
[<ουσ. μπρούντζος + κατάλ. ‑ινος. Ο τ. προύτζ‑ στο Du Cange (λ. ‑ντζο και προύτζινες). Η λ. και ο τ. μπρούτζ‑ στο Meursius (λ. ‑ντζον) και σήμ.]
- Κατασκευασμένος από μπρούντζο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπρούντζινος -η -ο [brúndzinos] & μπρούτζινος -η -ο [brúdzinos] Ε5 : 1. κατασκευασμένος από μπρούντζο· (πρβ. ορειχάλκινος): Mπρούντζινο εργαλείο / άγαλμα. || (ως ουσ.) το μπρούντζινο, για κάθε αντικείμενο κατασκευασμένο από μπρούντζο. 2. (μτφ.) που έχει το χρώμα του μπρούντζου: Mπρούντζινο κορμί, ηλιοψημένο ώστε να έχει μπρούντζινο χρώ μα.
[μσν. μπρούντζινος < μπρούντζ(ος) -ινος· αποβ. του ριν. ανάμεσα σε φων. και άλλο σύμφ.]