Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπρούμυτα [brúmita] επίρρ. : (για πρόσ.) με το πρόσωπο, το στήθος και την κοιλιά προς το έδαφος. ANT ανάσκελα: Πέφτω / ξαπλώνω / κοιμάμαι (τα) ~. Έπεσε ~ και προσκύνησε.
[μσν. μπρόμυτα ( [o > u] από επίδρ. των χειλ. [b-m] ) < πρόμυτα (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] αναλ. προς ουσ. με παρόμοια εναλλ.: πιστόλα - μπιστόλα) < προ- μύτ(η) επίρρ. -α]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπρούμυτα, επίρρ.· μπρόμυτα· ομπρούμουττα· πρόμυτα· προύμουτα· προύμουττα· προύμυτα.
-
- α) Με το πρόσωπο καταγής, πρηνηδόν:
- ομπρούμουττα κι ανάσκελα ήσανε εριμένοι (Θρ. Κύπρ. 383)·
- β) με το πρόσωπο στραμμένο προς το έδαφος, με εδαφιαίες υποκλίσεις:
- όταν εδιαβαζόντησαν αι ευχαί … οι άνθρωποι έκλιναν προύμυτα (Κλήμ., Ενθυμ. 101).
[<πρόθ. προ + ουσ. μύτη με ανάπτυξη ερρίνου. Τ. εμπρό‑ σήμ. ποντ. Οι τ. ομπρούμουττα και προύμουττα και σήμ. κυπρ.· τ. ‑μουτα ιδιωμ. Ο τ. πρού‑ στο Du Cange (λ. προύμιτω). Η λ. και σήμ.]
- α) Με το πρόσωπο καταγής, πρηνηδόν: