Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μπροστινός, επίθ.,
- βλ. εμπροσθινός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπροστινός -ή -ό [brostinós] Ε1 : που βρίσκεται μπροστά σε σχέση με κτ. ή με κπ. άλλο. ANT πισινός: Tα μπροστινά πόδια του ζώου. Tο μπροστινό μέρος ενός κτιρίου, η πρόσοψη. || (ως ουσ.) ο μπροστινός, θηλ. μπροστινή, αυτός που βρίσκεται μπροστά από κπ. άλλο: Δε βλέπω, γιατί ο ~ μου είναι πολύ ψηλός.
[μσν. μπροστινός < εμπροστινός με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εμπροστ(ά δες στο μπροστά) -ινός]