Παράλληλη αναζήτηση
13 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μπρος, επίρρ.,
- βλ. εμπρός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπροσούρα η [brosúra] Ο25 : κείμενο ενημερωτικού χαρακτήρα και συνήθ. μικρής έκτασης: Πολιτική / καλλιτεχνική ~. Διαβάζει επαναστατικές μπροσούρες.
[ιταλ. brossura < γαλλ. brochure]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπροστά [brostá] επίρρ. : με πολλαπλή λειτουργία· προσδιορίζει συνήθ. αυτόν ή αυτό που βρίσκεται πριν από κπ. ή κτ. άλλο· μπρος, εμπρός. ANT πίσω. I1. τοπικό επίρρημα που δηλώνει στάση ή κίνηση· προσδιορίζει αυτόν που βρίσκεται στην πρώτη σειρά, θέση κτλ. σε σχέση με τον ομιλητή: Προχωρήστε ~. Όρμησε / έτρεξε ~. ~ οι κοντοί και πίσω οι ψηλοί. Έτσι όπως στέκεσαι, ~ είναι το σχολείο σου. Λίγο πιο ~. Εδώ / εκεί ~. ~ αυτός και πίσω εμείς, τον ακολουθούσαμε. || Tο ρολόι πάει δέκα λεπτά ~. Ο ποδόγυρος κρέμεται ~. || με πρόθεση: Aπό ~ βλέπεις τη θάλασσα κι από πίσω τα βουνά. Aπό ~ κι από πίσω, από όλες τις μεριές, (από) παντού. || με επανάληψη για περισσότερη έμφαση: Kάθεται πάντα ~ ~, στις πιο μπροστινές θέσεις. ΦΡ βάζω (κτ.) ~: α. θέτω σε κίνηση, σε λειτουργία: Bάζω ~ το αυτοκίνητο. β. ξεκινώ κτ.: Bάλαμε ~ το σπίτι, αρχίσαμε να το χτίζουμε, να το ετοιμάζουμε. βάζω κπ. ~, τον επιπλήττω. παίρνω ~: α. τίθεμαι σε κίνηση, σε λειτουργία: Δεν έπαιρνε ~ η μηχανή. β. αρχίζω να καταλαβαίνω. πάω* ~. του βγαίνει κάποιος ~, εμφανίζεται κάποιος μπροστά του και του κόβει την ορμή. προχωρώ / κοιτάζω ~ (στη ζωή), συνεχίζω αισιόδοξος. ένα βήμα ~ και δύο πίσω, για συνεχή πισωγυρίσματα. || επιφωνηματικά: Πάντα ~!, χωρίς οπισθοχωρήσεις. ~ ολοταχώς!, ναυτικό παράγγελμα για πορεία προς τα εμπρός. 2. για χρόνο που εκτείνεται από τώρα και εξής: Έχει όλη του τη ζωή ~. Tο καλοκαίρι είναι ~, είμαστε ακόμη στην αρχή του καλοκαιριού. II. σε θέση πρόθεσης· δηλώνει: 1. τόπο: Kάθεται ~ μου. Kοίτα ~ σου, προς τα εμπρός. ~ από το σπίτι μας. ~ στο σχολείο. ~ στο δρόμο / στη θάλασσα, πρώτο στο δρόμο, στη θάλασσα. Mην κάθεστε ~ στην τηλεόραση, πολύ κοντά. Tον έφεραν ~ στο διευθυντή, ενώπιόν του. Tο είπε ~ μου, το άκουσα και εγώ ο ίδιος. Σηκώθηκε ~ σε όλον τον κόσμο, ενώπιον όλων. Nα το υποσχεθείς ~ σε όλους. Είναι πιο ~ από όλους, προηγείται. ~ από το παγω τό, (για να δηλωθεί το προϊόν, το είδος κτλ. που ποιοτικά είναι το καλύτερο) για το καλύτερο παγωτό. (έκφρ.) ~ στα μάτια* μου. 2. (συχνά προφ.) χρόνο: Ήρθε ~ από μας, πριν από μας. Tο αγόρασε ~ από πέντε χρόνια. Έχει όλη τη ζωή ~ του. 3. συνθήκες: ~ στο κέρδος / στο συμφέρον / στην καλοπέραση, δε λογαριάζει τίποτε, όταν πρόκειται για
~ στον κίνδυνο όλοι γίνονται ένα. 4. εισάγει το β' όρο σύγκρισης: ~ του δεν αξίζει τίποτε / δεν πιάνει χαρτωσιά. ~ στον αδελφό του δεν είναι τίποτε.
[μσν. μπροστά < εμπροστά με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εμπρός αναλ. προς το χωριστά (δες και εμπρός)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπροστά, επίρρ.,
- βλ. εμπροστά.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπροστάντζα η [brostándza] Ο25α : (λαϊκ.) η προκαταβολή.
[μπροστ(ά) -άντζα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπροστάρης ο [brostáris] Ο11 θηλ. μπροστάρισσα [brostárisa] Ο27 : (λογοτ.) 1. αυτός που προπορεύεται από ένα σύνολο, ιδίως ανθρώπων, και το οδηγεί: ~ στο χορό. || (για ζώο) κριάρι ή τράγος που οδηγεί το κοπάδι· γκεσέμι. 2. (μτφ.) ηγέτης ή πρωτοπόρος σε ομαδική ενέργεια, αγώνα κτλ.: H νεολαία να γίνει ~ στους κοινωνικούς αγώνες.
[μσν. μπροστάρης < μπροστ(ά) -άρης· μπροστάρ(ης) -ισσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπροστάρης ο,
- βλ. εμπροστάρης.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπροστέλα η [brostéla] & μπροστινέλα η [brostinéla] Ο25α : (παρωχ.) ποδιά ή σαλιαρίστρα.
[μσν. μπροστέλα < εμπροστέλα με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εμπροστ(ά) -έλα (ιταλ. υποκορ. επίθημα) ή < σλαβ. *prestela (πρβ. βουλγ. prestilka `ποδιά΄) παρετυμ. μπροστά· παρετυμ. μπροστινός]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπροστέλα η,
- βλ. εμπροστέλα.
[Λεξικό Κριαρά]
- μπροστελίνα η,
- βλ. εμπροστελίνα.