Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπρικ το [brík] Ο (άκλ.) : 1. κόκκινο χαβιάρι που γίνεται από αυγά σολωμού. 2. η σχετική απόχρωση.
[λόγ. < ίσως γαλλ. brique `κεραμιδής΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπρικέτα η [brikéta] Ο25 : (τεχνολ.) στερεό καύσιμο διαμορφωμένο σε σχήμα τούβλου: Mπρικέτες από λιγνίτη.
[γαλλ. briquett(e) -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπρίκι 1 το [bríki] Ο44 : μικρό μεταλλικό σκεύος με κυλινδρικό σχήμα και μακριά λαβή, στο οποίο βράζουν τον καφέ ή άλλα αφεψήματα.
[τουρκ. ibrik (από τα αραβ.) -ι με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπρίκι 2 το : είδος ιστιοφόρου με δύο κατάρτια.
[ιταλ. brick -ι (< γαλλ. brick < αγγλ. brig)]