Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπρίκι 1 το [bríki] Ο44 : μικρό μεταλλικό σκεύος με κυλινδρικό σχήμα και μακριά λαβή, στο οποίο βράζουν τον καφέ ή άλλα αφεψήματα.
[τουρκ. ibrik (από τα αραβ.) -ι με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπρίκι 2 το : είδος ιστιοφόρου με δύο κατάρτια.
[ιταλ. brick -ι (< γαλλ. brick < αγγλ. brig)]