Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπράτσο το [brátso] Ο39 : 1α. το τμήμα του χεριού από τον ώμο ως τον αγκώνα· βραχίονας: Άσπρα / παχουλά μπράτσα. Mανίκια ανασηκωμένα μέχρι τα μπράτσα. β. ο μυς του μπράτσου: Σκληρά / γερά μπράτσα. Tα μπράτσα του λύγισαν από το πολύ βάρος, δεν το άντεξαν. (έκφρ.) έκανε μπράτσα, δυνάμωσαν τα μπράτσα του. γ. ολόκληρο το χέρι: Άνοιξε τα μπράτσα του για να μου κλείσει το δρόμο. Tην έσφιξε στα μπράτσα του, στην αγκαλιά του. 2. (μτφ.) για πράγμα ή για εξάρτημα που μοιάζει με μπράτσο ή λειτουργεί όπως το μπράτσο: Tο ~ της πολυθρόνας.
μπρατσάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό μπράτσο1. 2. είδος φουσκωτού σωσίβιου που το φορούν τα μικρά παιδιά στο κάθε μπράτσο, για να διευκολύνονται στο κολύμπι. μπρατσάρα η MΕΓΕΘ. [αντδ. < ιταλ. braccio ή βεν. brazzo < λατ. bracchium < αρχ. βραχίων· μπράτσ(ο) -άρα]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπράτσο το· μπράτσον· πράτσο(ν).
-
- 1) Βραχίονας:
- μπράτσα μαρμαρένια (Πανώρ. Ά 80 κριτ. υπ).
- 2) Μονάδα μέτρησης μήκους, πήχυς:
- πάσα δ́ κάρτες κάμουν μπράτσο ά (Rechenb. 8424).
- 3) (Ναυτ.) σκοινί χειρισμού των κεραιών του καραβιού, κερουλκός:
- μπράτσα των φουντών (Καραβ. 50022).
[αντιδ. <βεν. brazzo - ιταλ. braccio. Ο τ. πράτσο(ν) στο Du Cange (πράτζον) και σήμ. κυπρ. Πβ. αρσ. ‑ος και πράτσος στο Meursius (‑τζ‑) και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Βλάχ. (‑τζ‑) και σήμ.]
- 1) Βραχίονας: