Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπούτι
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπούτι το [búti] Ο44 : μηρός. α. το επάνω τμήμα του ανθρώπινου ποδιού, το οποίο αρχίζει από το γόνατο και τελειώνει στη λεκάνη: Aντρικό / γυναικείο ~. ΦΡ μπλέξαμε* τα μπούτια μας. β. το αντίστοιχο τμήμα του ποδιού των ζώων ή των πουλιών και ιδίως το κρέας από το μπούτι: Aρνίσιο / μοσχαρίσιο ~. Tρώει / προτιμάει το ~ του κοτόπουλου. μπουτάκι το YΠΟKΟΡ ιδίως στη σημ. α: Ωραία μπουτάκια! μπουτάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. α.

[τουρκ. but -ι· μπούτ(ι) -άρα]

[Λεξικό Κριαρά]
μπουτιζέλα η· μπουτουζέλα.
  • Μικρό βαρέλι (εδώ ως μονάδα μέτρησης για το κρασί):
    • η μπουτουζέλα το κρασίν έχρηζεν τότες μάρκα έ (Ασσίζ. 16131).

[<παλαιότ. γαλλ. boutisel(l)e (Godefroy, ele· Assises 600 elle, 606 selle· βλ. και Κ. Καραποτόσογλου, Κυπρ. Σπ. 50, 1987, 54)· πβ. και μεσν. λατ. butisella (14. αι., Semi). Η λ. στο Du Cange (‑τη‑)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπουτίκ η [butík] Ο (άκλ.) : μικρό κατάστημα που πουλάει ρούχα της μόδας.

[λόγ. < γαλλ. boutique]

[Λεξικό Κριαρά]
μπουτιμία η.
  • Ονομασία της Κιβωτού του Νώε:
    • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 96v).

[τοπων. Μπουτιμία (;) ως κοινό ουσ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες