Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπούσουλας
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπούσουλας ο [búsulas] Ο5 (χωρίς γεν. πληθ.) : 1. (ναυτ.) η ναυτική πυξίδα. 2. (μτφ.) κατευθυντήρια γραμμή ή πρότυπο για ανθρώπινες ενέργειες: Bάζω / βρίσκω έναν μπούσουλα. ΦΡ χάνω τον μπούσουλα, βρίσκομαι σε πλήρη σύγχυση.

[μσν. μπούσουλας < μπούσουλα η (μεταπλ. με βάση την αιτ.) αντδ. < ιταλ. bussola ( [o > u] από προχωρ. αφομ. [u-o > u-u] ή από επίδρ. του [l] ) < υστλατ. buxida < ελνστ. πυξίδα, αιτ. της λ. πυξίς, δες και πυξίδα]

[Λεξικό Κριαρά]
μπούσουλας ο· πούσουλας.
  • 1) Κουτί:
    • Ο Ευφημιανός … παίρνει ένα μπούσουλα δακτυλίδια (Ζήν. Ά 74).
  • 2)
    • α) Ναυτική πυξίδα:
      • ο μπούσουλας δείχνει τους ναύτες τον δρόμον (Ροδινός 75
    • β) (μεταφ.):
      • έχει (ενν. η εκκλησία) … μπούσουλα την Θείαν Γραφήν (Lucar, Sermons 68).

[<ιταλ. bussola. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Θηλ. ‑α στο Meursius. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες