Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπούρδα η [búrδa] Ο25α : (οικ.) λόγος ανόητος, ψευδής ή γενικά χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο· (πρβ. μπαρούφα): Mη δίνεις σημασία σ΄ αυτά που λέει· μπούρδες είναι.
[ισπαν. burda `χοντροκομμένη΄, `αδέξιο ψέμα΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπούρδας ο [búrδas] Ο3 (χωρίς γεν. πληθ.) : αυτός που λέει μπούρδες, αερολογίες.
[μπούρδ(α) -ας]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπουρδάτος, επίθ.
-
- (Για φαγητό) βραστός που σερβίρεται με το ζωμό του και τα πρόσθετα υλικά:
- Πρώτον διαβαίνει το εκζεστόν ψησσόπουλον μπουρδάτον (Προδρ. IV 172 xφφ HK κριτ. υπ. (έκδ. μπρου‑)).
[πιθ. σχετ. με το μεσν. λατ. brodettum (πβ. ιταλ. brodetto - βεν. broeto και τα σημερ. ιδιωμ. μπουρδέτο κ.ά.) αναλογ. με ονομασίες φαγητών σε ‑άτος και ‑άτον (λ.χ. κρασάτος, σφουγγάτον). Κατά Eideneier 1989: 83 η λ. πιθ. σχετ. με το ιταλ. broda]
- (Για φαγητό) βραστός που σερβίρεται με το ζωμό του και τα πρόσθετα υλικά: