Παράλληλη αναζήτηση
13 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπούκα η [búka] Ο25α : 1. το στόμιο, ιδίως του πυροβόλου όπλου. ΦΡ έχω κπ. στην ~ (του κανονιού), τον εχθρεύομαι ή τον κατατρέχω. || (παρωχ.) η είσοδος: H ~ του λιμανιού. 2. (σπάν.) η μπουκιά.
[ιταλ. (διαλεκτ.) & βεν. buca `στενό άνοιγμα, στόμιο καναλιού΄ & βεν. boca `στόμα, στόμιο πυροβόλου΄ ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )]
- μπούκα η,
- βλ. βούκα.
- μπουκαδόρος ο [bukaδóros] Ο18 : (λαϊκ.) ο διαρρήκτης.
[μπουκ(άρω) -αδόρος]
- μπουκαδούρα η [bukaδúra] Ο25α : (ναυτ.) άνεμος που φυσάει από το στόμιο κόλπου ή λιμανιού.
[βεν. sbocadura `εκβολή ποταμού, στόμιο καναλιού΄ με αποβ. του αρχικού [z] από συμπροφ. με το άρθρο στη γεν. εν. και στην αιτ. πληθ. [tis-zb > tizb > tiz-b] ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )]
- μπουκάλι το [bukáli] Ο44 : δοχείο, συνήθ. γυάλινο και κυλινδρικό, που έχει στενό λαιμό και χρησιμοποιείται για τοποθέτηση υγρών: Γυάλινο / πλαστικό ~. Στόμιο / λαιμός / πάτος του μπουκαλιού. Ένα ~ γάλα / κρασί / μπίρα. ~ ενός / μισού λίτρου.
μπουκαλάκι το YΠΟKΟΡ: Ένα ~ άρωμα. μπουκάλα η MΕΓΕΘ 1. μεγάλο μπουκάλι: Mια ~ τριών λίτρων. Πόδια σαν μπουκάλες, με μονοκόμματες γάμπες. || (προφ.) ~ με υγραέριο, φιάλη. ΦΡ αφήνω ~ κπ., τον εγκαταλείπω χωρίς να πραγματοποιήσω ό,τι του υποσχέθηκα. μένω ~, εγκαταλείπομαι χωρίς να πραγματοποιηθούν όσα μου υποσχέθηκαν ή δεν πραγματοποιείται κάποια επιθυμία μου, προσδοκία μου κτλ. 2. είδος παιχνιδιού. [αντδ. < βεν. bocal -ι ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] ) < υστλατ. baucalis < ελνστ. βαύκαλις `δοχείο για κρύωμα του κρασιού΄ (αιγυπτ. προέλ.)· μπουκάλ(ι) μεγεθ. -α]
- μπουκάλιν το.
-
- Κανάτι, σταμνί:
- (Κυπρ. χφ. 160).
[<βεν. bocal - ιταλ. boccale. Η λ. και σήμ. (‑ι)]
- Κανάτι, σταμνί:
- μπουκαμβίλια η [bukamvíla] Ο25α : αναρριχητικό φυτό που χρησιμοποιείται ως καλλωπιστικό.
[ιταλ. buganvillea (προφ. [mv] ) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και ανομ. ηχηρ. [b-g > b-k] ]
- μπουκαπόρτα η [bukapórta] Ο25α : 1. μεγάλη πόρτα στα πλευρά του πλοίου, από την οποία συνήθ. φορτώνουν τα εμπορεύματα, αυτοκίνητα κτλ. 2. μικρό άνοιγμα στα πλευρά των παλιών πολεμικών πλοίων, από το οποίο έβγαιναν οι κάννες των κανονιών.
[βεν. bocaporta ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )]
- μπουκάρισμα το [bukárizma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μπουκάρω.
[μπουκαρισ- (μπουκάρω) -μα]
- μπουκάρω [bukáro] Ρ6α : (οικ.) μπαίνω ξαφνικά ή ορμητικά κάπου, συνήθ. προκαλώντας κάποια ανωμαλία: Mπουκάρισε το νερό της βροχής στο υπόγειο. Mπουκάρισε η αστυνομία και τους έπιασε να παίζουν ζάρια.
[μσν. μπουκάρω < βεν. imbocar(e) `ξεχύνομαι΄ (για ποτάμι στη θάλασσα) -ω (αποβ. του αρχικού άτ. φων., [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )]