Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπούζι [búzi] Ε (άκλ.) : (οικ.) που είναι πολύ κρύος: Tο νερό είναι ~. Tα πόδια μου είναι ~ από την παγωνιά. Είναι κάτι κρύο ~, είναι πολύ κρύο.
[τουρκ. buz -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπουζί το [buzí] Ο (άκλ.) & (προφ.) Ο43 : εξάρτημα που παράγει ηλεκτρικό σπινθήρα, με τον οποίο γίνεται η ανάφλεξη της καύσιμης ύλης στις μηχανές εσωτερικής καύσεως: Tο αυτοκίνητο δεν παίρνει μπρος, γιατί χάλασαν τα ~.
[γαλλ. bougie]