Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπουχός ο [buxós] Ο17 : (λαϊκότρ.) μεγάλη ποσότητα από: α. σκόνη που αιωρείται· κουρνιαχτός. β. υδρατμούς.
[σλαβ. puh -ός κατά το κουρνιαχτός (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b] )]