Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπουφές ο [bufés] Ο13 : 1α. ειδικό ξύλινο έπιπλο της κουζίνας ή της τραπεζαρίας, μέσα στο οποίο τοποθετούν κυρίως πιατικά, γυαλικά, τραπεζομάντιλα, τρόφιμα κτλ.: Παλιός σκαλιστός ~. || Ο ~ του καφενείου, όπου βρίσκονται τα σκεύη, τα ποτά κτλ. β. κυλικείο: ~ τρένου / πλοίου. 2α. χώρος, ιδίως τραπέζι, όπου είναι σερβιρισμένα φαγητά, αναψυκτικά, γλυκά, για πρόσωπα που συμμετέχουν σε γιορτή, δεξίωση κτλ.: Yπάρχει / λειτουργεί ~. Οι καλεσμένοι σερβιρίστηκαν μόνοι τους στον μπουφέ. β. το σύνολο των ειδών που προσφέρονται στον μπουφέ: Nόστιμος / πλούσιος / χορταστικός ~. Kρύος / ζεστός ~.
μπουφεδάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1α. [ιταλ. buffe -ς < γαλλ. buffet]