Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπουρού η [burú] Ο37 : (παρωχ.) 1. η σειρήνα του πλοίου ή του εργοστασίου. 2. μεγάλο κοχύλι που χρησιμοποιείται ως τηλεβόας.
[τουρκ. boru `σωλήνας, βούκινο΄ ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] ), δες και μπουρί]