Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπουρδέλο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μπουρδέλο το.
  • Πορνείο:
    • (Συναξ. γυν. 1044).

[<βεν. bordelo. Η λ. (Meursius, ‑λλω) και τ. μπο‑ (Somav.) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπουρδελότσαρκα η [burδelótsarka] Ο27α : (λαϊκ.) βόλτα στα μπορντέ λα μιας περιοχής που γίνεται συνήθ. ομαδικά από νεαρά άτομα.

[μπουρδέλ(ο) -ο- + τσάρκα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες