Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπουρίνι το [buríni] Ο44 : 1. ξαφνική θύελλα: Έρχεται / ξεσπάει ~. Kοπάζει το ~. H βάρκα έπεσε σε ~ και κινδύνεψαν οι επιβάτες. 2. (μτφ., πληθ.) ξαφνικός και έντονος θυμός· νεύρα: Έχω τα / είμαι στα / με πιάνουν τα μπουρίνια μου, είμαι πολύ νευριασμένος. Πρόσεχε, γιατί σήμερα το αφεντικό έχει τα μπουρίνια του.
[αντδ. < βεν. borin `ελαφρός βοριάς΄ -ι ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] ) < υστλατ. borinus < ελνστ. βορεινός, βορινός `βοριάς΄ (πρβ. μπόρα)]