Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπουρί το [burí] Ο43 : σωλήνας από λαμαρίνα που χρησιμοποιείται για τη διοχέτευση του καπνού, ιδίως της σόμπας: Kαπνίζει η σόμπα, γιατί βούλωσαν τα μπουριά.
[τουρκ. bor(u) `σωλήνας, βούκινο΄ -ί ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] ), δες και μπουρού]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπουρίνα η,
- βλ. μπορίνα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπουρίνι το [buríni] Ο44 : 1. ξαφνική θύελλα: Έρχεται / ξεσπάει ~. Kοπάζει το ~. H βάρκα έπεσε σε ~ και κινδύνεψαν οι επιβάτες. 2. (μτφ., πληθ.) ξαφνικός και έντονος θυμός· νεύρα: Έχω τα / είμαι στα / με πιάνουν τα μπουρίνια μου, είμαι πολύ νευριασμένος. Πρόσεχε, γιατί σήμερα το αφεντικό έχει τα μπουρίνια του.
[αντδ. < βεν. borin `ελαφρός βοριάς΄ -ι ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] ) < υστλατ. borinus < ελνστ. βορεινός, βορινός `βοριάς΄ (πρβ. μπόρα)]