Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπουνιά
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπουνιά η [buná] Ο24 : χτύπημα με τη γροθιά: Δίνω / ρίχνω / τραβάω μια ~ σε κπ. Tου έπρηξε το μάτι με μια ~. (έκφρ.) παίζω* μπουνιές / γροθιές. || η γροθιά.

[ιταλ. & βεν. pugno, παλ. πληθ. pugna που θεωρήθηκε θηλ. εν., με μετακ. τόνου κατά το επίθημα -ιά που δηλώνει χτύπημα, σύγκρ. γροθιά (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-p > timb > tim-b] )]

[Λεξικό Κριαρά]
μπουνιάλο(ν) το,
βλ. πουνιάλο.
[Λεξικό Κριαρά]
μπουνιάλος ο,
βλ. πουνιάλος.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες