Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπουνάτσα η [bunátsa] & μπονάτσα η [bonátsa] Ο25α : (ναυτ.) καλός καιρός, ιδίως στη θάλασσα, ο οποίος χαρακτηρίζεται κυρίως από έλλειψη ανέμου· κάλμα: Tη νύχτα είχε ~· φύλλο δεν κουνιόταν. || έλλειψη τρικυμίας· νηνεμία. ANT φουρτούνα: Kαΐκι που μόνο με ~ ταξιδεύει χωρίς κίνδυνο.
[ιταλ. bonaccia ή βεν. bonazza και με τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπουνάτσα η,
- βλ. μπονάτσα.