Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπουμπούνας ο [bubúnas] Ο3 (χωρίς γεν. πληθ.) : (οικ. για πρόσ.) βλάκας, ανόητος· μπουμπουνοκέφαλος: ~ είσαι και δεν καταλαβαίνεις;
[ίσως μπουμπουν(ίζω) -ας (αναδρ. σχημ.)]