Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπουμπού
14 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπουμπού η [bubú] Ο37 : (οικ.) για παχουλό και ροδαλό κορίτσι. || (ως προσφών.).

[λ. νηπιακή]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπουμπούκα η [bubúka] Ο25α : (οικ.) μπουμπού.

[λ. νηπιακή]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπουμπούκι το [bubúki] Ο44 : 1α. άνθος που δεν έχει ανοίξει ακόμα: Tριανταφυλλιά γεμάτη μπουμπούκια και τριαντάφυλλα. β. βλαστός φυτού που δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί. 2. (μτφ.) α. για όμορφο κορίτσι που ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί η σωματική του ανάπτυξη. || (ως προσφών.): Έλα ~ μου να σε πάρω στην αγκαλιά μου. || (σκωπτ.): Mε γνώρισες ένα ~ και με μάρανες! β. (ειρ.) για πρόσωπο πονηρό, ανήθικο· λουλούδι: Είναι ένα ~ αυτός ο ανεψιός μου! μπουμπουκάκι το YΠΟKΟΡ.

[ίσως αρχ. βομβύκιον (βόμβυξ) (προφ. [bomb] ) `κουκούλι μεταξοσκώληκα΄ με τροπή των φων. σε [u] από επίδρ. των χειλ. [mb] ]

[Λεξικό Κριαρά]
μπουμπούκι το.
  • Το άνθος του φυτού προτού ανοίξει:
    • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 235v).

[πιθ. <αρχ. ουσ. βομβύκιον. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπουμπουκιάζω [bubukázo] Ρ2.1α μππ. μπουμπουκιασμένος : (για φυ τό) βγάζω μπουμπούκια.

[μπουμπούκ(ι) -ιάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπουμπούκιασμα το [bubúkazma] Ο49 : (για φυτό) το αποτέλεσμα του μπουμπουκιάζω.

[μπουμπουκιασ- (μπουμπουκιάζω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
μπούμπουλας ο,
βλ. μπάμπουλας.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπουμπούνας ο [bubúnas] Ο3 (χωρίς γεν. πληθ.) : (οικ. για πρόσ.) βλάκας, ανόητος· μπουμπουνοκέφαλος: ~ είσαι και δεν καταλαβαίνεις;

[ίσως μπουμπουν(ίζω) -ας (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπουμπουνητό το [bubunitó] Ο38 : ο ισχυρός και παρατεταμένος κρότος που συνοδεύει την αστραπή ή τον κεραυνό· βροντή: Δυνατό ~. Aκούγονταν κανονιές σαν μακρινά μπουμπουνητά.

[μπουμπου ν(ίζω) -ητό]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπουμπουνίζω [bubunízo] Ρ2.1α : 1. (απρόσ.) για το φυσικό φαινόμενο του μπουμπουνητού, της βροντής: Bρέχει δυνατά και μπουμπουνίζει. 2α. παράγω παρατεταμένο θόρυβο: Mπουμπουνίζει η φωτιά / η σόμπα, καίγοντας με ένταση. || ~ τη σόμπα / τη φωτιά, την τροφοδοτώ με καύσιμο υλικό, έτσι ώστε να καίει με ένταση. β. (οικ.) για δυνατό χτύπημα στο πρόσωπο ιδίως με γροθιά ή για πυροβολισμό: Θα σου μπουμπουνίσω μία.

[ηχομιμ. μπου μπου κατά το κουδουνίζω]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες