Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπουμπουνίζω [bubunízo] Ρ2.1α : 1. (απρόσ.) για το φυσικό φαινόμενο του μπουμπουνητού, της βροντής: Bρέχει δυνατά και μπουμπουνίζει. 2α. παράγω παρατεταμένο θόρυβο: Mπουμπουνίζει η φωτιά / η σόμπα, καίγοντας με ένταση. || ~ τη σόμπα / τη φωτιά, την τροφοδοτώ με καύσιμο υλικό, έτσι ώστε να καίει με ένταση. β. (οικ.) για δυνατό χτύπημα στο πρόσωπο ιδίως με γροθιά ή για πυροβολισμό: Θα σου μπουμπουνίσω μία.
[ηχομιμ. μπου μπου κατά το κουδουνίζω]