Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπουλούκος ο [bulúkos] Ο18α θηλ. μπουλούκα [bulúka] Ο25α : (οικ.) για παχουλό άνθρωπο ιδίως νεαρής ηλικίας. || (ως προσφών.).
[τουρκ. bolluk `αφθονία, το μπόλικο΄ -ος ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )· μπουλούκ(ος) -α]