Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπουκωμένα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μπουκωμένα, επίρρ.
  • Με γεμάτο στόμα· (εδώ προκ. για τρόπο ομιλίας) με σιγανό τόνο, πνιχτά, υπόκωφα:
    • εμίλιε μπουκωμένα κι ετρεύλιζεν η γλώσσα του (Ερωτόκρ. Έ 409).

[<μτχ. παρκ. του μπουκώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες