Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπουκλίτσα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μπουκλίτσα η.
  • Ξύλινο δοχείο κρασιού:
    • (Κρασοπ. S 154).

[<ουσ. μπούκλα + ‑ίτσα. Τ. μπόκλιζα, ‑γλί‑ και μπού‑ σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Somav.· σήμ. με διαφορ. σημασ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες