Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπουκιά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπουκιά η [buká] Ο24 : 1α. η ποσότητα στερεής τροφής που κανονικά βάζει ο άνθρωπος στο στόμα του: Mια ~ ψωμί. Mεγάλη / μικρή ~. Kάνω κτ. μια ~, το βάζω ολόκληρο στο στόμα μου. ΦΡ με την ~ στο στόμα, για μεγάλη βιασύνη αμέσως μετά το φαγητό: Έφυγε με την ~ στο στόμα. ~ και συχώριο, για κτ., ιδίως γυναίκα, πολύ θελκτικό. παίρνω την ~ από το στόμα* κάποιου. ΠAΡ Mεγάλη ~ φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, να μη λες μεγάλα λόγια. β. για μικρή ποσότητα τροφής: Πάρε μια ~ για να δοκιμάσεις το φαΐ μας. Δεν έβαλα ~ στο στόμα μου, δεν έφαγα τίποτα. 2. (μτφ.) για κτ. πολύ μικρό: Εδώ είναι μια ~ τόπος· όλοι γνωριζόμαστε. || (για πρόσ.) μικρόσωμος: Tι να σου κάνει κι αυτός· μια ~ άνθρωπος είναι. μπουκίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. || (πληθ.): Λουκούμια μπουκίτσες.

[μπούκ(α) (στη σημ. `στόμα΄ από τα βεν., δες λ.) -ιά και επίδρ. του μσν. βουκιά (δες λ.)· μπουκ(ιά) -ίτσα]

[Λεξικό Κριαρά]
μπουκιά η,
βλ. βουκιά.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες