Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπουκαπόρτα η [bukapórta] Ο25α : 1. μεγάλη πόρτα στα πλευρά του πλοίου, από την οποία συνήθ. φορτώνουν τα εμπορεύματα, αυτοκίνητα κτλ. 2. μικρό άνοιγμα στα πλευρά των παλιών πολεμικών πλοίων, από το οποίο έβγαιναν οι κάννες των κανονιών.
[βεν. bocaporta ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )]