Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπουκάρω [bukáro] Ρ6α : (οικ.) μπαίνω ξαφνικά ή ορμητικά κάπου, συνήθ. προκαλώντας κάποια ανωμαλία: Mπουκάρισε το νερό της βροχής στο υπόγειο. Mπουκάρισε η αστυνομία και τους έπιασε να παίζουν ζάρια.
[μσν. μπουκάρω < βεν. imbocar(e) `ξεχύνομαι΄ (για ποτάμι στη θάλασσα) -ω (αποβ. του αρχικού άτ. φων., [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπουκάρω.
-
- (Μτβ. και αμτβ.) (ναυτ.) μπαίνω σε θαλάσσιο στενό, εισπλέω:
- μπουκάρεις το κανάλε της Μέλιτας καθάριος (Πορτολ. Α 30218).
[<βεν. imbocar (G. Spadaro, Sic. Gymn. n.s. 21, 1968, 272, ΛΚΝ) - ιταλ. imboccare (Κριαρ.). Η λ. στο Somav. και σήμ. με άλλες σημασ.]
- (Μτβ. και αμτβ.) (ναυτ.) μπαίνω σε θαλάσσιο στενό, εισπλέω: