Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπουγιουρντί το [bujurdí] Ο43 : 1. (ιστ.) έγγραφη διαταγή αξιωματούχου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 2. (οικ.) επίσημο έγγραφο, ιδίως διαταγή, συνήθ. με δυσάρεστο περιεχόμενο: Mου ΄ρθε το ~ της εφορίας.
[τουρκ. buyurdι γ' εν. του ρ. buyur `διατάζω΄ (πρβ. μσν. μπουγιουρουλντί < τουρκ. buyrultu `επίσημη γραπτή διαταγή΄)]