Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπουγάζι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπουγάζι το [buγázi] & μπογάζι το [boγázi] Ο44 : (λαϊκότρ.) 1α. πορθμός. β. στενό ανάμεσα σε δύο βουνά. 2. ρεύμα αέρα που φυσάει σε στενό.

[μσν. μπουγάζι < *μπογάζι ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] ) < τουρκ. boğaz ]

[Λεξικό Κριαρά]
μπουγάζι το,
βλ. μπογάζι.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες